αποψηφισις

αποψηφισις
    ἀποψήφισις
    ἀπο-ψήφῐσις
    -εως ἥ юр. голосование против обвинения, оправдание Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποψηφισις" в других словарях:

  • αποψήφισις — ἀποψήφισις, η (Α) 1. αθώωση κατηγορουμένου 2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων 3. απορριπτική ψήφος …   Dictionary of Greek

  • ἀποψήφισις — acquittal fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποψηφίσεις — ἀποψήφισις acquittal fem nom/voc pl (attic epic) ἀποψήφισις acquittal fem nom/acc pl (attic) ἀποψηφίζομαι vote away from aor subj act 2nd sg (epic) ἀποψηφίζομαι vote away from fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποψηφίσεσιν — ἀποψήφισις acquittal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποψήφισιν — ἀποψήφισις acquittal fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»